Πώς λειτουργεί η προσιτότητα στο GNOME
Η Εργαλειοθήκη προσιτότητας (Accessibility Toolkit, ATK) περιγράφει ένα σύνολο από διεπαφές οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται στα γραφικά περιβάλλοντα διεπαφών (GUI) ώστε να είναι προσιτά. Οι διεπαφές είναι ανεξάρτητες από την εργαλειοθήκη - εφαρμογές μπορούν να γραφούν σε κάθε εργαλειοθήκη όπως GTK, Motif ή Qt.
Τα εργαλεία GTK υλοποιούνται σε ένα άρθρωμα με το όνομα GAIL (GNOME Accessibility Implementation Library, Βιβλιοθήκη υλοποίησης προσιτότητας του GNOME), η οποία μπορεί να φορτωθεί δυναμικά κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης από μια εφαρμογή GTK. Αφού φορτωθεί, εκείνα τα τμήματα της εφαρμογής σας τα οποία χρησιμοποιούν τα κανονικά εργαλεία της GTK θα έχουν ένα βασικό επίπεδο προσιτότητας, χωρίς να χρειαστεί καμία αλλαγή της εφαρμογής από εσάς. Αν το GAIL δεν έχει φορτωθεί, τα εργαλεία της GTK θα έχουν μια προεπιλεγμένη υλοποίηση προσιτότητας η οποία ουσιαστικά δεν επιστρέφει καθόλου πληροφορίες, αν και τυπικά συμμορφώνεται στο API της εργαλειοθήκης προσιτότητας. Οι εφαρμογές που χρησιμοποιούν τα χειριστήρια Bonobo, και συγκεκριμένα εκείνα που είναι εκτός διαδικασίας, φορτώνουν επίσης τον κώδικα υποστήριξης της προσιτότητας από το άρθρωμα libgail-gnome. Το αν οι εφαρμογές της επιφάνειας εργασίας GNOME θα φορτώσουν αυτόματα αυτές τις βιβλιοθήκες υποστήριξης της προσιτότητας εξαρτάται από την τιμή ενός κλειδιού gconf, του «/desktop/gnome/interface/accessibility», μια boolean τιμή «αληθές» ενεργοποιεί την υποστήριξη για τις τεχνολογίες υποβοήθησης και οι εφαρμογές οι οποίες καλούν την gnome_program_init θα φορτώσουν αυτόματα τις κατάλληλες βιβλιοθήκες προσιτότητας κατά την εκτέλεση. Οι «καθαρές GTK+ εφαρμογές», για παράδειγμα εκείνες που χρησιμοποιούν την εργαλειοθήκη gtk+ αλλά δεν συνδέονται με την βιβλιοθήκη libgnome, βασίζονται στην τιμή της μεταβλητής περιβάλλοντος GTK_MODULES, η οποία πρέπει να είναι ρυθμισμένη σε «gail:atk-bridge» ούτως ώστε να ενεργοποιηθεί η υποστήριξη τεχνολογίας προσιτότητας.
Οι περισσότερες τεχνολογίες υποβοήθησης που τρέχουν σε άλλες επιφάνειες εργασίας, ιστορικά θεώρησαν αναγκαία τη διατήρηση ενός εκτός οθόνης μοντέλου των εφαρμογών της επιφάνειας εργασίας, βασισμένου στην υφαρπαγή των γεγονότων του λειτουργικού συστήματος, στη χρήση μη υποστηριζόμενων χαρακτηριστικών της εφαρμογής και του API, και σε άλλες μη φορητές τεχνικές. Αυτά έχουν κάνει την υποστήριξη τεχνολογιών υποβοήθησης κάπως "εύθραυστη" και υπερβολικά εξαρτώμενη από το λειτουργικό σύστημα και από την κάθε εφαρμογή, ακόμα και από την κάθε έκδοση εφαρμογής. Αντιθέτως, στην επιφάνεια εργασίας του GNOME, όλες οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τις τεχνολογίες υποβοήθησης παρέχονται από τις εφαρμογές που εκτελούνται μέσω του Framework προσιτότητας του GNOME, σε μια Διεπαφή παροχής υπηρεσιών (SPI) ανεξάρτητη από την εργαλειοθήκη. Η SPI παρέχει τα μέσα στις τεχνολογίες υποβοήθησης που βασίζονται στο UNIX, όπως οι αναγνώστες και οι μεγεθυντές οθόνης, να λαμβάνουν πληροφορίες προσιτότητας από εκτελούμενες εφαρμογές μέσω ενός συμπαγούς, σταθερού API, και μπορεί να εξαλείψει την ανάγκη για ένα «εκτός οθόνης» μοντέλο σε πολλές περιπτώσεις. Η υποστήριξη προσιτότητας είναι "ενσωματωμένη" στις εργαλειοθήκες εφαρμογών μέσω API προσαρμοσμένων στις εργαλειοθήκες (για παράδειγμα, το ATK για τις περισσότερες εγγενείς εφαρμογές σε C και το API προσιτότητας της JAVA για εφαρμογές Java), και εξάγεται στην κοινή διεπαφή "AT-SPI" μέσω της σχετικής "γέφυρας" (βλ. και το ακόλουθο διάγραμμα).
Η ενσωματωμένη υποστήριξη προσιτότητας στο GNOME, σημαίνει ότι εφαρμογές οι οποίες δημιουργήθηκαν με χρήση των αποθηκευμένων γραφικών συστατικών του GNOME έχουν εξ αρχής υποστήριξη για τις τεχνολογίες υποβοήθησης "δωρεάν", με την προϋπόθεση ότι τα γραφικά συστατικά δεν έχουν χρησιμοποιηθεί με ασυνήθιστους τρόπους, οι οποίοι έρχονται σε σύγκρουση με αυτήν την ενσωματωμένη υποστήριξη.
Μια εργαλειοθήκη gtk+/GNOME είναι προσιτή αν η χρήση της ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές προσιτότητας που αναφέρονται σε άλλο σημείο αυτού του εγγράφου, και αν υλοποιεί τις διεπαφές ATK ανάλογα με το ρόλο της στη διεπαφή χρήστη. Οι υλοποιήσεις του ATK παρέχονται για τις "έτοιμες" εργαλειοθήκες του GNOME (δηλ. τις μη ξεπερασμένες εργαλειοθήκες του gtk+ και του GNOME), και σε πολλές περιπτώσεις οι νέες εργαλειοθήκες που προέρχονται με απλό τρόπο από υφιστάμενες εργαλειοθήκες GTK+ ή GNOME θα κληρονομήσουν επίσης την υποστήριξη προσιτότητας.
Παρότι η ενσωματωμένη στο GNOME υποστήριξη προσιτότητας παρέχει σημαντική λειτουργικότητα χωρίς καθόλου αλλαγές στον κώδικα που έχουν συγκεκριμένα στόχο της προσιτότητα, οι εφαρμογές μπορούν να βελτιώσουν τις προεπιλεγμένες περιγραφές που παρέχονται από τις εργαλειοθήκες, και να τις προσαρμόσουν στο συγκεκριμένο σκοπό εκείνης της εργαλειοθήκης μέσα στην εφαρμογή, μέσω άμεσων κλήσεων σε μεθόδους της ATK μέσα στην εφαρμογή. Για παράδειγμα, στις περισσότερες περιπτώσεις οι εφαρμογές θα πρέπει να αλλάζουν το κείμενο περιγραφής των εργαλειοθηκών με την κατάλληλη κλήση συνάρτησης του ATK, ώστε οι τεχνολογίες υποβοήθησης να περιγράφουν το σκοπό ή την κατάστασή τους στο χρήστη. Βλ. τις Κατευθυντήριες γραμμές κώδικα για υποστήριξη προσιτότητας για περισσότερες πληροφορίες.
Αν η εφαρμογή σας χρησιμοποιεί τροποποιημένες εργαλειοθήκες, ίσως χρειαστεί λίγο περισσότερη δουλειά για να εκθέσετε τις ιδιότητες εκείνων των εργαλειοθηκών στις τεχνολογίες υποβοήθησης. Δείτε το Κάνοντας τα προσαρμένα συστατικά προσιτά και τα Παραδείγματα που χρησιμοποιούν το API προσιτότητας για περισσότερες πληροφορίες.
Για περισσότερες και πιο αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τα GTK/GTK+, δείτε (στα Αγγλικά) το Εγχειρίδιο χρήσης GTK+, το κομμάτι για το GTK στο εγχειρίδιο του ATK, το φιλοξενούμενο στο GNOME Εγχειρίδιο GTK+ 2.0 και το επίσημο GTK+ FAQ.